- πιτυοκάμπη
- (pityocampa). Είδος εντόμων, κοινότατο και πολύ επιβλαβές για τα φυτά, γνωστό ήδη από την αρχαιότητα. Με την έναρξη του χειμώνα παρουσιάζεται κατά μυριάδες στα πεύκα και κατατρώει τα φύλλα τους. Η εμφάνισή του στα δέντρα αυτά γίνεται αμέσως φανερή από τις αραχνοΰφαντεςφωλιές σαν σάκους, τις οποίες οι κάμπιες του κατασκευάζουν για να αποσύρονται και να ησυχάζουν την ημέρα.
* * *ἡ, Αείδος δηλητηριώδους κάμπιας που αναπτύσσεται στο πεύκο2. μικρός κώνος πεύκου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + κάμπη(Ι)].
Dictionary of Greek. 2013.